>
>
Της Ελισαβετ Kοτζια
Με την ωραία συλλογή «Παπαλάμπραινα by Gibson» (εκδ. Οσελότος, σελ. 116) κάνει την είσοδό του στα γράμματα ο πρωτοεμφανιζόμενος λίγο πριν από τα πενήντα του χρόνια Τάσος Μελίτης. Και τα οκτώ διηγήματά του διαθέτουν τη μεγάλη πρωτοτυπία ότι απεικονίζουν τμήματα της νεοελληνικής αστικής καθημερινότητας με ήρωες που δεν απορροφώνται αποκλειστικά από ασυνήθιστες προσωπικές περιπέτειες ούτε από απροσδιόριστες υπαρξιακές διαθέσεις. Αντιθέτως, είναι εργαζόμενοι που παίρνουν μέρος στις εξετάσεις του ΑΣΕΠ, που δουλεύουν στον ιδιωτικό τομέα, που καταφεύγουν σε γνωριμίες για να επιλύσουν τις δυσκολίες τους, που υφίστανται τις συνέπειες της εγγενούς νεοελληνικής αναξιοκρατίας, που κατέχονται από τον φόβο της ανεργίας, που ζουν με το άγχος της εφορίας. Οχι πως το είδος της θεματολογίας που επιλέγει ένα λογοτεχνικό έργο είναι αυτό που προσδιορίζει την ποιότητά του. Αλλά νομίζω πως θα εκπλαγούμε σοβαρά αν μια μέρα, κάποια από τις πολυάριθμες διδακτορικές εργασίες που εκπονούνται στο πανεπιστήμιο, διερευνήσει το ζήτημα τού σε ποιον βαθμό η σύγχρονη πεζογραφία καταγράφει στις σελίδες της όσα αντιμετωπίζουμε στον βιοπορισμό μας. Και αν δεν πέφτω έξω, θα αποδειχθεί ότι ένα πολύ κεντρικό κομμάτι του εικοσιτετραώρου μας βρίσκεται εκτός του φάσματος της τέχνης που θεωρείται πως διαθέτει προνομιακή σχέση με την πραγματικότητα. Και αυτό υποθέτω πως φωτίζει αποκαλυπτικά από τη μια την εθνική εσωτερική μας απομάκρυνση από το ήθος της εργασίας, και από την άλλη τις κοινωνικές συνέπειες που έχει η αποξένωσή μας.
Και στα οκτώ διηγήματα οι αφηγητές μιλούν σε πρώτο πρόσωπο - κάποιοι αλληλογραφούν ή εξομολογούνται στον γιατρό τους. Είναι άνδρες, ζουν στην επαρχία ή στην πρωτεύουσα, είναι εργαζόμενοι οικονομολόγοι, εκπαιδευτικοί, ξενοδοχειακοί υπάλληλοι, υποψήφιοι καλλιτέχνες, έχουν πολλές παρέες και φιλικές σχέσεις, είναι συχνά οικογενειάρχες, και ακόμα συχνότερα έχουν αδυναμία σε αυτό που χαρακτηρίζουν ωραίο φύλο. Παράπλευρα υπάρχουν οι κοινωνικοί θεσμοί -η Εκκλησία, το ΚΚΕ, το πανεπιστήμιο, οι ΔΟΥ- ενώ στο βάθος διακρίνεται το ίχνος που η Ιστορία έχει αφήσει πάνω τους - ο Εμφύλιος, η αποστασία του 1965, η χούντα. Ο τόνος που μιλούν οι άνθρωποι είναι χαμηλός, ενώ από τον λόγο ορισμένων δεν λείπουν και οι λόγιες αναφορές - Δουμάς, Φελίνι, Σαίξπηρ, Καζαντζάκης. Το πιο ενδιαφέρον στα κείμενα του Τάσου Μελίτη είναι από τη μια η οικονομία και ο καλός τους ρυθμός, και από την άλλη ο υπόγειος σαρκασμός και το πικρό χιούμορ που αναδύεται από τις σελίδες τους. Από τον τρόπο που μιλούν, συνάγουμε πως οι ήρωές αυτοί είναι άνθρωποι σεμνοί, άκακοι, έντιμοι, με μετρημένες ή εν πάση περιπτώσει δικαιολογημένες φιλοδοξίες. Στη ζωή τους δεν υπάρχει ούτε θόρυβος ούτε εκζήτηση ούτε έξαρση ούτε δραματοποίηση, αλλά η απλή καθημερινότητα με τις πολυάριθμες μικρές της εντάσεις - δυσκολίες, προσπάθειες, απογοητεύσεις, λαχτάρες. Και μέσα από αυτή την ελάχιστη κλίμακα του περιορισμένου μεγέθους, γεννιέται ένα μέτρο, προκύπτει το απλό, το συμπαθητικό, το ανεπιτήδευτο ως πρωταρχικός κανόνας, ως συνθήκη που περιλαμβάνει την ελάχιστη και ταυτόχρονα την μέγιστη απ’ τις ανάγκες μας - τον πόθο για στοιχειώδεις, ομαλές, βατές ανθρώπινες σχέσεις.
Η νουβέλα της Μαργαρίτας Φρανέλη «Μαμά, κι εγώ δεν σ’ αγαπώ» (εκδ. Πατάκη, σελ. 110) φιλοτεχνεί ζωντανά έναν πολύ ρεαλιστικό τύπο: μια μίζερη, κακιά, αγχώδη γυναίκα που είναι δασκάλα. Κι ενώ οι νουθεσίες αποτελούν φυσικό τμήμα του επαγγέλματός της, στη δική της περίπτωση κάθε λόγος της δεν συνιστά παρά έκφραση του στρεβλού εαυτού της. Ο,τι κι αν συμβεί η κ. Κάκια φέρνει την καταστροφή, δεν μπορεί με τίποτα να χαρεί και δεν αφήνει και κανέναν άλλον να απολαύσει. Και τη χειρότερη τιμωρία την επιβάλλει αδιαμφισβήτητα στα παιδιά της - στον γιο της και την κόρη της, η οποία αφηγείται την ιστορία της σαν ένα είδος κάθαρσης, την ιχνογραφεί για να βγάλει από μέσα της και από πάνω της την εφιαλτική αυτή μάνα: μια γυναίκα που διαρκώς συγκρίνει τα παιδιά της με τα υπόλοιπα και ανελλιπώς τα βρίσκει να υπολείπονται, και που συνέχεια ελέγχει τις κινήσεις τους με αποκλειστικό της κριτήριο «να τους συμμορφώσουμε, να τους διαμορφώσουμε, να μη λέει ο κόσμος». Χαώδης, αυταρχική και ασυνάρτηση, η κ. Κάκια δεν αφήνει την κόρη της -την κόρη της δασκάλας- σε χλωρό κλαρί. Και αυτή για να αμυνθεί κρύβεται στη φωλιά που φτιάχνει μέσα της, και από όπου θα κάνει να αντηχήσει αργότερα η απαίσια φωνή αυτής της γυναίκας. Γιατί το ισχυρότερο αφηγηματικό εργαλείο που διαθέτει το έργο της Μαργαρίτας Φρανέλη είναι η προφορικότητα της έκφρασής του.
Book bar
Της ΕΛΠΙΔΑΣ ΠΑΣΑΜΙΧΑΛΗ
Οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, που τους λέμε μια ξερή καλημέρα, οι ένοικοι του απέναντι διαμερίσματος, που τους βλέπουμε να μπαινοβγαίνουν στο μπαλκόνι τους χωρίς να μιλάμε , τα μέλη της παρέας που κάθεται στο διπλανό τραπέζι του Café είναι οι πρωταγωνιστές σε αυτά οκτώ διηγήματα του πρωτοεμφανιζόμενου Τάσου Μελίτη. Ένας από τους ανθρώπους αυτούς είναι και ο εκάστοτε αφηγητής. Που είτε έτσι είτε αλλιώς σχηματοποιεί τη φιγούρα του σημερινού νεοέλληνα. Του μέσου νεοέλληνα.
Δεν έχει «πλάτες» για να μπει στο Δημόσιο, δεν έχει τη διάθεση να ασχοληθεί με μίζες και κομπίνες, δεν του αρέσει να είναι το «τσιράκι» του διευθυντή και διατηρεί την ευγενή ελπίδα ότι ίσως, κάπως, κάποτε θα πετύχει να κάνει στη ζωή του κάτι σημαντικό. Είτε αξιοποιώντας το πτυχίο μας Ανώτατης Σχολής, που συνήθως έχει, είτε ενεργοποιώντας την έμπνευση και το ταλέντο του.
Στο μεταξύ αναγκάζεται να δίνει εξετάσεις στον ΑΣΕΠ, να τρέχει στις εφορίες για να μην του υποθηκεύσει το διαμέρισμα η τράπεζα, να απευθύνεται σε παλιές γνωριμίες, που βρέθηκαν σε θέσεις κλειδιά από το πουθενά, για να βγάλει ένα απλό πιστοποιητικό και να βλέπει εκείνους που θεωρούσε ανεπαρκείς και ανίκανους να αναρριχώνται μυστηριωδώς στα ανώτερα διευθυντικά κλιμάκια, επειδή ήξεραν να κολακεύουν.
Ο αφηγητής και στην ουσία κεντρικός ήρωας των διηγημάτων είναι ο μέσος νεοέλληνας που βρίσκεται στην «απέξω». Όχι επειδή είναι ο ίδιος άγιος, ή συνειδητοποιημένος, αλλά επειδή δεν έτυχε, δεν μπόρεσε, δεν είχε την ευκαιρία, ίσως γιατί ήταν λίγο περισσότερο ρομαντικός, ίσως πάλι επειδή δεν τόλμησε. Δεν είχε το θάρρος ή το θράσος, σε μια εποχή που δύσκολα διαχωρίζεται το ένα από το άλλο…
Γραμμένα στο διάστημα 2004 -2006 τα οκτώ αυτά διηγήματα «φωτογραφίζουν» με αξιοθαύμαστη ζωντάνια και γλώσσα σχεδόν προφορική, πλευρές και πρόσωπα της σύγχρονης Ελληνικής καθημερινότητας. Μια καθημερινότητα που απουσιάζει από τα περισσότερα έργα της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, ακόμη και όταν προέρχονται από καταξιωμένους συγγραφείς. Με τις ετερόκλητες παρέες, τους αποτυχημένους γάμους, τις διαψεύσεις των προσδοκιών, την καχυποψία και τη διαφθορά και φυσικά τους απαραίτητους αλλοδαπούς, που είναι πρόθυμοι να εξαργυρώσουν την παραμονή τους προσφέροντας παρηγοριά είτε με τη μορφή εικοσάχρονης Ουκρανέζας, είτε με τη μορφή εραστή από το Κόσσοβο. Μια Ελλάδα σε πολύ-πολιτισμική αφασία, όπου όταν αυτοσχεδιάζει ένας γέροντας λαουτιέρης την …Παπαλάμπραινα, με μια ηλεκτροακουστική Gibson, βγαίνει ένας ήχος απίστευτα σπαρακτικός….
Toυ Κώστα Στοφόρου
Μουσικός και ο τίτλος της συλλογής διηγημάτων του Τάσου Μελίτη Παπαλάμπραινα by Gibson (Οσελότος). Η δράση τοποθετείται στη σύγχρονη Αθήνα και μας μεταφέρει εικόνες της πραγματικής ζωής, μέσα από μια έντονη κριτική ματιά, αλλά και με αρκετές πινελιές χιούμορ. Από τις ιστορίες παρελαύνουν πρόσωπα που θα μπορούσες να συναντήσεις γύρω σου, πρόσωπα που σου θυμίζουν καταστάσεις που και εσύ έχεις ζήσει. Όλα αυτά βεβαίως με την οπτική του Τάσου Μελίτη αποκτούν μια άλλη διάσταση. Οι φόβοι, οι μικροκακίες μας, οι πονηριές μας, η αδυναμία συχνά να ζήσουμε δεν τον αφήνουν αδιάφορο. Ούτε οι λογής-λογής συμβιβασμοί. Η γενιά που έζησε την εφηβεία της στη μεταπολίτευση, σιγά- σιγά αποκτά τη δική της φωνή. Κι ας έχουμε μεγάλωσει…
…«Η εποχή μας, από υπεροψία και φόβο, κλείνει τα μάτια μπροστά στις αληθινές ανάγκες του σώματος, τη φθορά, και το θάνατο», έλεγε σε συνέντευξή της στον Δρόμο η Εύα Στάμου, με αφορμή τη συλλογή διηγημάτων Μεσημβρινές συνευρέσεις. Το νέο της βιβλίο, ο Εθισμός (Μελάνι), είναι μυθιστόρημα που έρχεται ως φυσική συνέχεια των Συνευρέσεων από τις οποίες μάλιστα αντλεί στοιχεία από το ένα διήγημα. Οι κεντρικοί ήρωες είναι τρεις: Μια εκδότρια, μια ηθοποιός και ένας μεταφραστής-επιμελητής εκδόσεων. Οι ζωές τους συμπλέκονται μέσα από μια παράξενη διαδρομή. Κοινό στοιχείο και των τριών διάφοροι «εθισμοί», που ο καθένας τους βρίσκει ένα διαφορετικό τρόπο να τον ζήσει ή να τον απωθήσει. Πέρα από το γεγονός πως είναι από τα μυθιστορήματα που δεν αφήνεις από τα χέρια σου, είναι και από τα γραπτά εκείνα που ο απόηχός τους μένει στο μυαλό σου για καιρό. Σε κάνει να σκεφτείς τις δικές σου πράξεις, τα κίνητρά σου, τους εθισμούς σου… Όσο κι αν φαίνεται περίεργο σε οδηγεί σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας - έστω και μελαγχολικό… «Γιατί», όπως γράφει και η ίδια ως επίλογο, «οι μικροί, ιδιωτικοί κόσμοι συνθέτουν το υποκειμενικό σύμπαν των ανθρώπων, που δεν έχει απαραίτητα σχέση με την αλήθεια…».