>
>
Tο πρώτο βιβλίο του Θανάση Λιακόπουλου, μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Ημέρες της καρέκλας», αποτελείται από 16 διηγήματα, ορισμένα εκ των οποίων έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και τα οποία καλύπτουν ένα μεγάλο φάσμα τόσο από θεματική όσο και από τεχνοτροπική άποψη.
Το πρώτο διήγημα «Ασφάλειες ζωής» θυμίζει το διήγημα «Δράκουλας» του Μπορίς Βιάν και μπορεί να θεωρηθεί ως οιονεί γοτθικό διήγημα. Η «Φιλοξενία», όπου η περιγραφή, όπως και στο προηγούμενο διήγημα, είναι ρεαλιστική και σκληρή, δείχνει ότι η ακραία εξύψωση της αισθητικής αξίας με ταυτόχρονο διαχωρισμό της από κάθε άλλη αξία μπορεί να οδηγήσει σε απάνθρωπες πράξεις, σε κάτι βαθύτερα αποκρουστικό και έλκει την καταγωγή της από το δοκίμιο «Η δολοφονία ως μία εκ των καλών τεχνών» του Τόμας ντε Κουίνσι. «Ο Μόρος», ένα από τα καλύτερα της συλλογής, παρουσιάζει το ομώνυμο εξωτικό της λαϊκής δοξασίας σε μια εκδοχή της κερκυραϊκής παράδοσης. Το διήγημα αυτό, το μόνο της συλλογής που είναι παραδοσιακό και ως προς την τεχνική και ως προς την θεματική του, ώριμο, χωρίς πλεονασμούς ή κοινότοπες εκφράσεις, με κλιμακούμενη την αγωνία για την έκβαση της ιστορίας, με ρεαλιστική βάση, αντλεί από τη λαϊκή παράδοση και δίνει μια πειστική εξήγηση της δοξασίας που διαδόθηκε κάποτε σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Η «Αναμονή» δεν είναι παρά ένας μονόλογος ενός αινιγματικού προσώπου, που περιμένει στη 1 μετά τα μεσάνυχτα σε έναν μεγάλο σιδηροδρομικό σταθμό, να φτάσει κάποιος ή κάτι που θα σημάνει την πολλαπλή λύτρωσή του. Εκφράζονται οι ψυχολογικές διακυμάνσεις του αφηγητή κατά τη διάρκεια της αναμονής του στον σταθμό, όπου οι μόνοι θαμώνες εκείνη την ώρα είναι άστεγοι και επαίτες, άνθρωποι εξαθλιωμένοι που κοιμούνται στα παγκάκια. Επικρατεί μια μπεκετική ατμόσφαιρα: ασφυκτικό κλίμα, έλλειψη συνοχής, κυριαρχία του παραληρηματικού αφηγηματικού λόγου ενός ήρωα ο οποίος φαίνεται να κυριαρχείται από απραξία, αδράνεια και παθητικότητα. Όπως και στους μπεκετικούς ήρωες, ο άνθρωπος θέλει να συνεχίσει μια ζωή χωρίς νόημα και περιεχόμενο και δεν αναζητά τη λύτρωση στην αυτοκτονία, παρόλο που είναι συντετριμμένος από την συνήθειά του να ζει και από την τυχαιότητα της ύπαρξής του. Επιμένει να ζει διότι δεν επιθυμεί να μην είναι ζωντανός και φαίνεται να σκέπτεται ότι αφού παραμένει, αυτό σημαίνει ότι κάτι θα περιμένει: η παρουσία παρερμηνεύεται ως αναμονή. Αλλά, σε αντίθεση με τα μπεκετικά έργα, εδώ ο ήρωας είναι μόνος, δεν υπάρχει το δίπολο των προσώπων εξουσιαστής και εξουσιαζόμενος. Ας σημειωθεί ότι στο έργο «Περιμένοντας τον Godot» η αναμονή του Godot (πρώτο συνθετικό: God) έχει επισημανθεί ότι υποδηλώνει την αναμονή του Θεού. Στο διήγημα που εξετάζουμε η αναμονή είναι ασαφής και το πρόσωπο που αναμένεται ακαθόριστο. Η «Μικρή περιήγηση», στο ίδιο κλίμα, αποτελεί μια αλληγορία για την πορεία προς τον θάνατο ενός ανθρώπου που βρίσκεται στο περιθώριο, αποκομμένος από τους συνανθρώπους του και που πορεύεται προς την αυτοκαταστροφή. Οι «Ημέρες της καρέκλας», και αυτό σε μπεκετικό κλίμα, διήγημα που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή, είναι μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση ενός ανθρώπου πολύ γέρου που «δεν θυμάται αν έχει πεθάνει» και που κάθεται σε μια παλιά, χαλασμένη καρέκλα μέσα σ’ ένα παλαιό, μακρόστενο δωμάτιο, γυμνό από άλλα έπιπλα. Το σκηνικό και τα γεγονότα είναι εφιαλτικά. Οι μέρες της καρέκλας είναι οι μέρες του μικρού ατομικού εφιάλτη, του φυσικού γήρατος και κατά αλληγορική προέκταση του κοινωνικού γήρατος. Φαντάζει σαν απειλητικός προορισμός όλων, σαν το αδιέξοδο του τέλους της ζωής αλλά και το αδιέξοδο ενός οικογενειακού και κοινωνικού χώρου που βρίσκονται στη μεγάλη παρακμή τους.
Στο διήγημα «Έγκλημα πάθους» εναλλάσσονται μέρη τριτοπρόσωπης αφήγησης, θεατρικό κομμάτι, διάλογοι και πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Η παραβίαση της χρονολογικής σειράς κατά την παράθεση των μερών τονώνει μεν το ενδιαφέρον, αλλά δημιουργεί και μια μικρή σύγχυση γιατί απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή για την κατανόηση και τον συσχετισμό των διαφορετικών και ετεροχρονισμένων γεγονότων. Στις «Σκιές», ένα μεταφυσικό διήγημα, από τα καλύτερα της συλλογής, είναι επιτυχής και υποβλητική η περιγραφή των σκιών, του τρομερού οράματος του αφηγητή, του άλλου κόσμου που για λίγο παρεισφρέει στον δικό μας. Το «Negro» είναι ένα πολυφωνικό διήγημα και το πλέον πρωτότυπο της συλλογής, όπου η τριτοπρόσωπη αφήγηση εναλλάσσεται με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση ενός αστυνομικού σκύλου, του Negro, και με τυπικές σύντομες υπηρεσιακές αναφορές αστυνομικών. Η αλληλοδιαδοχή των διαφορετικών αφηγηματικών τμημάτων βαδίζει παράλληλα με την κατιούσα πορεία της υγείας και των ικανοτήτων του Negro, με έντονους ανθρωπομορφισμούς, που όμως δεν μετριάζουν το ενδιαφέρον και την ομορφιά του διηγήματος. Τα διηγήματα «Παράδοση-παραλαβή» και «Ο τρομοκράτης», είναι διηγήματα φυσικού, κοινωνικού ή προσωπικού αδιεξόδου ή εκδίκησης, που καταλήγουν στην ακραία βία. «Ο αποδελτιωτής» έχει ως θέμα του τη διχασμένη προσωπικότητα και τη διπλή ζωή, ενώ «Οι απώλειες» είναι ένα μεταφυσικό διήγημα.
Σε ορισμένα διηγήματα είναι έκδηλος ένας ωμός ρεαλισμός, με στοιχεία κυνισμού. Εκεί οι περιγραφές είναι κυρίως εξωτερικές, οι χαρακτήρες διαγράφονται αδρά, τα κίνητρά τους είναι σαφή ή διαφαίνονται, ωστόσο τα ιδιαίτερα συναισθήματα και οι απόψεις που τους οδηγούν στις αλλαγές δεν γίνεται εφικτό να αποκαλυφθούν στο ελάχιστο, αποτελούν ένα αίνιγμα, ένα κλειστό συρτάρι για τον αναγνώστη. Το πιο χαρακτηριστικό τέτοιο διήγημα είναι το «Σκακιέρα στο γκαζόν». Σε κάποια διηγήματα εμφανίζονται ακραίες στιγμές βίας και περιγραφές φρίκης, όπως στο προαναφερθέν, καθώς και στο «Ασφάλειες ζωής». Απεναντίας, στα διηγήματα «Σκιές» και «Negro», παρουσιάζεται εστίαση στην εσωτερική ζωή των ηρώων. Αλλά και στο παραδοσιακό διήγημα «Ο Μόρος», οι χαρακτήρες αναπτύσσονται ενώ ο ρεαλισμός του διηγήματος δεν περνά στα όρια του κυνισμού.
Όπως φαίνεται από τα διηγήματα που προαναφέρθηκαν, ο συγγραφέας κινείται με ευχέρεια σε ένα μεγάλο φάσμα τεχνοτροπιών, έχει αφομοιώσει και κατακτήσει έναν πλούτο εκφραστικών μέσων και τα διηγήματά του διαθέτουν αρτιότητα και πρωτοτυπία. Η πολυτροπία του δείχνει ένα στάδιο ανίχνευσης και προσανατολισμού στην πεζογραφική του πορεία πριν καταλήξει σε ένα δικό του ύφος και στίγμα, παράλληλα όμως και μια τάση προς το μεταμοντέρνο ρεύμα της συνύπαρξης ετερόρρυθμων και ετερόκλητων στοιχείων στο ίδιο έργο.
Κώστας Ζωτόπουλος
Θάνος Ζελίτης: Για την παρουσίαση του βιβλίου Ημέρες της καρέκλας, του Θανάση Λιακόπουλου, εκδ. Οσελότος, 14-5-2011 Όστρια καφέ
Ημέρες της καρέκλας, λοιπόν. Ο Θανάσης Λιακόπουλος, ο ένοχος αυτής της συνάθροισης, αποκαλύπτεται σήμερα μέσα από τις σελίδες του πρώτου του βιβλίου. Όπως αυτοβιογραφείται στο αυτί του βιβλίου, έκανε φιλολογικές και μουσικές σπουδές οι οποίες «του προσέδωσαν μια ερασιτεχνική βαρεμάρα, που τον οδήγησε σε διαφορετικά μονοπάτια, με αποτέλεσμα την παθολογική ανάγνωση φιλοσοφικών, ανθρωπολογικών, ιστορικών, κοινωνιολογικών και λογοτεχνικών βιβλίων και τη συγγραφή μικρών ιστοριών…». Για τους σχετικούς κύκλους ο Λιακόπουλος είναι ήδη γνωστός δημοσιεύοντας αρκετές από τις ιστορίες που γράφει σε διάφορα περιοδικά, λογοτεχνικά και μη. Τέκνο της δραστηριότητάς του αυτής, το παρόν βιβλίο.
Ημέρες της καρέκλας, λοιπόν. Από την αρχή ως τίτλος και μόνο σε υποβάλει σε μια καθήλωση. Μια αργόσχολη στάση; Μια ενατένιση του ορίζοντα; Ένας ρεμβασμός; προσωπικά στο δικό μου μυαλό η καρέκλα είναι πάντα απέναντι και με θέα το γαλάζιο των κυμάτων και το γλαυκό του Αιγαίου. Μα αντί για μια καρέκλα αναπαυτική, μια πολυθρόνα κουνιστή, ο συγγραφέας μας καθίζει, με τις πρώτες ψιχάλες ανάγνωσης, σε μια τελείως διαφορετική καρέκλα. Καθηλωμένοι, ναι. Αλλά μάλλον σε μια καρέκλα μελέτης, σεισμικών κραδασμών ή φορές δεμένοι σε καρέκλα ηλεκτρική. Καθότι ηλεκτρικό φορτίο διατρέχει τη ραχοκοκαλιά του αναγνώστη κατά την ανάγνωση των δεκάξι αυτών μικρών ιστοριών που αποτελούν το βιβλίο. Άλλοτε αυτές οι ιστορίες δίνονται σε πρωτοπρόσωπη γραφή κι άλλοτε σε τριτοπρόσωπη. Κι ενώ εξωτερικά και εκ πρώτης ματιάς δείχνουν τελείως διαφορετικές μεταξύ τους, εντούτοις συνδέονται βαθύτατα με κύριο συνεκτικό στοιχείο, ένα νήμα λεπτό και δύσκολα ορατό μιας προελαυνούσης και καλά καμουφλαρισμένης αβεβαιότητας. Αβεβαιότητα που, είτε λόγω ψυχισμού του ήρωα είτε λόγω καταστάσεων που αυτός βιώνει, αναδύεται αυτοστιγμή στην επιφάνεια κι άμεσα βυθίζεται στα βάθη της ψυχής του. Για να δημιουργήσει εκφάνσεις πάθους, φόβου, ελπίδας, απόγνωσης απογοήτευσης, εκδίκησης. Ρωγμές στο λογικό, και το απρόβλεπτο να ξεπηδάει όπως ο σχιζοφρενής δολοφόνος σε ταινίες θρίλερ.
Ο τρόπος που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να αποδώσει τα ανωτέρω, βρίσκει την κορύφωσή του στο διήγημα με τίτλο «Έγκλημα πάθους». Εδώ για πρώτη φορά έχουμε στη χώρα μας, σε φόρμα διηγήματος, μια τόσο πυκνή ιστορία, που ως γραφή παραπέμπει κατ’ αρχήν στο αμερικάνικο noir μυθιστόρημα. Κατ’ αρχήν! Διότι αμέσως μετά διαπιστώνουμε ότι συνδυάζεται με την τεχνική cut-up του Μπάροουζ. Χρησιμοποιεί επίσης, άλλη πρωτοπορεία σε επίπεδο διηγήματος, γραφή θεατρικού, εσωτερικού μονολόγου και σεναρίου, ενώ αυτά εστιάζονται πάνω σε συγκεκριμένους πρωταγωνιστές. Τρίτο πρωτοφανέρωτο στην Ελλάδα, πάντα σε επίπεδο διηγήματος, στοιχείο παρμένο από το αστυνομικό διήγημα, είναι η ημερομηνία και η ώρα που αναγράφονται στην αρχή του επεισοδίου, απαραίτητες για να μπορέσει ο αναγνώστης να βγάλει άκρη. Εννοείται ότι η σειρά στις ημερομηνίες, και των γεγονότων, είναι αυτή που βολεύει τον συγγραφέα και την οικονομία της γραφής του κι όχι ημερολογιακή, για να δοθεί όσο το δυνατόν καλύτερα και κατατοπιστικότερα η ιστορία.
Οι επιρροές του Θανάση Λιακόπουλου φαίνονται και στα άλλα διηγήματα. Στα μικρά σε έκταση «Αναμονή», «Μικρή περιήγηση» και «Ημέρες της καρέκλας» φαίνεται καθαρά, αν προσεκτικά αναγνώσεις, η μεγάλη εκτίμηση του συγγραφέα στον Μπέκετ. Μια ατμόσφαιρα καθαρά μπεκετική κυριαρχεί και στα τρία, κι αυτή η αγαπημένη ατάκα του Μπέκετ «για το τίποτα» διατρέχει όλη τη «Μικρή περιήγηση».
Αλλά ο συγγραφέας των ημερών της καρέκλας, πέρα από επιρροές ή με τη βοήθεια των επιρροών αυτών, καταφέρνει να δημιουργήσει το δικό του προσωπικό ύφος, τη δική του προσωπική γραφή.
Ένα μίγμα πολλών στοιχείων μας υποδέχεται στο διήγημα «Άπλοια». Από την αλληγορία, στην παρομοίωση και τη μεταφορά. Τα στοιχεία αυτά ανακατεύονται αφήνοντας την ίδια την ιστορία στην ροή της να διεκδικήσει, να διαλέξει απ’ το καθένα ό,τι της ταιριάζει. Και αυτή η οπτική είναι ο μοναδικός τρόπος να γίνει κατανοητό το συγκεκριμένο διήγημα.
Αντίθετα, στις «Απώλειες» είναι ο συντελεσμένος μέλλων που χρησιμοποιείται στην αφήγηση, το μυστικό και χαρακτηριστικό στοιχείο. Διότι έχει να κάνει περισσότερο με τη μνήμη και την ανάμνηση. Τη νοσταλγία του γεγονότος που υπήρξε και δεν υπάρχει πια κι ούτε μπορεί να ξανασυμβεί με τον ίδιο τουλάχιστον τρόπο. Ο συντελεσμένος μέλλων στο τέλος ξεπέφτει σε έναν αόριστο που επιβεβαιώνει ως παγιωμένη πλέον μορφή την Εκεί όμως που ο συγγραφέας φτάνει να αποτυπώσει στο χαρτί σε απόλυτο βαθμό τη νεοελληνική σχιζοφρένεια είναι στο διήγημα «Ο αποδελτιωτής». Ο ήρωας είναι ένας καθημερινός τυπάκος, τύποις αριστερός, αναρχικός, με μια δεξιά δουλειά. Αποδελτιώνει εφημερίδες για λογαριασμό της αστυνομίας. Στο υπόλοιπο του χρόνου ρίχνει μολότοφ, βάζει βόμβες και ο ίδιος το διαδίδει στις εφημερίδες για να το αποδελτιώνει την επομένη και πάει γαϊτανάκι η ιστορία. Πρόκειται για έναν συγκεντρωτικό, σταλινικό, με υπόνοιες θρησκευτικής υπακοής και αφοσίωσης, τηρητή των αριστερών παραδόσεων και ψιλοαλκοολικό. Πράττει τα πάντα εκ του ασφαλούς και δείχνει εντάξει έναντι όλων – λαμόγιο δηλαδή που δεν μπορεί ούτε τον εαυτό του στον καθρέφτη να αντικρίσει. Όλη η σχιζοφρένεια του νεοέλληνα σε λίγες μόνο σελίδες.
Τα πάντα μέσα στο βιβλίο του Θανάση του Λιακόπουλου υφαίνονται γύρω από ένα τρίπτυχο καμβά: αμφιβολία – προδιαγεγραμμένο τέλος – τέλος. Τα πάντα μοιάζουν προκαθορισμένα, τα πάντα όμως ποτίζονται μέχρι μέθης στην αμφιβολία και την αβεβαιότητα. Έτσι ο συγγραφέας κατορθώνει να μας καθηλώσει στην καρέκλα του από την πρώτη ως την τελευταία λέξη, ίδια όπως ο Χίτσκοκ καθηλώνει τον ήρωά του στην ταινία «Σιωπηλός Μάρτυς».
Ευχαριστώ!
Πολυξένη Χατζηκωνσταντίνου: Για την παρουσίαση του βιβλίου Ημέρες της Καρέκλας, του Θανάση Λιακόπουλου, εκδ. Οσελότος, 14-5-2011
Τα διηγήματα του Θανάση Λιακόπουλου φτάσανε σε μένα το Νοέμβριο του 2010. Πρώτο συγκεντρωτικό έργο του συγγραφέα αποτελούμενο από δεκάξι διηγήματα. Ο Θανάσης γράφει χρόνια και προσπαθεί να δώσει τη δική του πινελιά στα ελληνικά γράμματα. Διηγήματα ιδιαίτερα, καυστικά, ανατρεπτικά. Το καθένα ξεχωριστό. Μια διαφορετική ιστορία. Από βιώματα, νομίζω, τα περισσότερα του συγγραφέα. Έχουν λεπτομερείς περιγραφές εικόνων, σκέψεων, συναισθημάτων. Ο αναγνώστης νομίζει ότι το διήγημα που διαβάζει ξετυλίγεται μπροστά του σαν κινηματογραφική ταινία. Βρίσκεται σε εγρήγορση, ανησυχεί και αναρωτιέται τι θα ακολουθήσει. Κι όταν ολοκληρωθεί το διάβασμα αισθάνεται δυνατά συναισθήματα. Σα σε αρχαία τραγωδία. Συμπάσχει, αγωνιά, δένεται με τους ήρωες και στο τέλος έχει την πολυπόθητη «κάθαρση». Ο συγγραφέας ξεγυμνώνει τον αναγνώστη και του αφήνει κάποιες φορές το αίσθημα του ανικανοποίητου πόθου, της πικρής γεύσης, σαν να έχει ένα πικρό φρούτο το στόμα.
Αναρωτήθηκα γιατί αυτός ο τίτλος στα διηγήματα. Στην καρέκλα ξεκουράζεσαι, ξαποσταίνεις. Εδώ, όχι. Αντίθετα, όταν το διαβάζει ο αναγνώστης δεν χαλαρώνει, δεν αναπαύεται, αλλά απολαμβάνει την εξέλιξη, τα πιπεράτα σχόλια, ζει και περιμένει εναγωνίως τι θα γίνει μετά. Σε κάποια, όταν έχουν «άσχημο τέλος», ο αναγνώστης άλλα περιμένει κι άλλα διαβάζει. Ίσως απογοητεύεται.
Όμως είναι ξεχωριστά, ιδιόρρυθμα και ρηξικέλευθα. Όπως ο συγγραφέας. Παρατηρητικός, πρωτοποριακός, λιγάκι απαισιόδοξος, μοναδικός στον τρόπο του, ξεχωριστός και απρόβλεπτος. Στα διηγήματά του κάνει ανατροπές, αποτυπώνει τις σκέψεις τους στο χαρτί, τις διπλώνει, τις αφήνει, τις μαζεύει κι ο αναγνώστης προβληματίζεται γιατί συνέβη αυτό ή εκείνο. Μου δίνει την εντύπωση πως ο συγγραφέας θέλει να παίξει με τον αναγνώστη. Σα να είναι αντίπαλοι. Τον βάζει σε μια διαδικασία, χωρίς να το καταλαβαίνει, και τον οδηγεί σε άγνωστα, επικίνδυνα μονοπάτια, άθελά του. Λίγοι συγγραφείς παίζουν αυτό το παιχνίδι, που είναι έξυπνο, πονηρό, σκερτσόζικο και διασκεδαστικό.
Τα διηγήματα, γραμμένα με πολλή ευαισθησία, από άνθρωπο του πνεύματος, με πολλές γνώσεις, καυστικά, ειρωνικά κάποιες φορές, ανθρώπινα, αθυρόστομα, ωμά και αληθινά.
Όποιος γνωρίζει τον Θανάση Λιακόπουλο, βλέπει στα διηγήματά του στοιχεία του χαρακτήρα του. Έξυπνος, καυστικός, καλύπτει κάτω από την ειρωνεία και τον αυτοσαρκασμό του την άμετρη ευαισθησία του, την αγάπη-μίσος για τον συνάνθρωπο. Βιωματικά, θεωρώ τα διηγήματα, κι ας με συγχωρέσει ο Θανάσης αν του ρίχνω τη μάσκα. Νομίζω ότι όποιος τολμήσει να διαβάσει το βιβλίο του θα τα διακρίνει όλ’ αυτά.
Είναι ένα βιβλίο για «δυνατούς λύτες», δεν το καταλαβαίνουν όλοι, δεν το αγαπούν όλοι, θέλει γερά νεύρα για να αντέξει κανείς τις ανατροπές και να το αγαπήσει. Δεν είναι ένα βιβλίο του συρμού, δεν το διαβάζει κάποιος για να περάσει την ώρα του ευχάριστα. Χρειάζεται σθένος και ψυχικό κουράγιο καθώς και κριτική ματιά για να κατανοήσει το θέλει να πει ο συγγραφέας. Αξιόλογο, δύσκολο, σκεπτόμενο, εξιτάρει το πνεύμα του αναγνώστη. Απρόβλεπτο, ανατρεπτικό. Αν και είναι το πρώτο βιβλίο του συγγραφέα ελπίζω και το πιστεύω ότι θα ακολουθήσουν κι άλλα.
Σ’ αυτή την δύσκολη και περίεργη εποχή που ζούμε, η παρουσία νέων συγγραφέων και ανθρώπων στην κοινωνία μας, όπως του Θανάση Λιακόπουλου, νομίζω ότι αφήνει σε μας μηνύματα ελπιδοφόρα και αισιόδοξα. Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι πνευματικοί που με την πένα τους μπορούν να βοηθήσουν να βγούμε από το αδιέξοδο και το ηθικό τέλμα που μας κατευθύνουν οι ιθύνοντες. Μας οδηγούν να σκεφτόμαστε, να προβληματιστούμε και να ανακάμψουμε. Ένας απ’ αυτούς είναι και ο συγγραφέας μας. Αν θέλει λοιπόν ο αναγνώστης να διευρύνει το πνεύμα του ας διαβάσει τούτα τα διηγήματα. Κι η ανάγνωση τους σίγουρα θα ανταμείψουν την επιλογή του.